αλληλοέπαινος

αλληλοέπαινος
ο
το να επαινεί ο ένας τον άλλον, ο αμοιβαίος έπαινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο-* + έπαινος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλ(ο)επαινούμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αλληλεπαινούμαι — ( έομαι) και αλληλο [αλληλοέπαινος] επαινούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν επαινώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”